Το σχολείο είναι διώροφο.
Η Πρώτη, η Δεύτερη και η Τρίτη τάξη είναι κάτω στο ισόγειο, δίπλα στην αυλή.
Στο πάνω πάτωμα είναι οι μεγάλες τάξεις. Φτάνεις σ’ αυτές από μια μαρμαρένια σκάλα. Τη σκάλα αυτή την ανεβαίνουν μόνο τα μεγάλα παιδιά. Εκεί κοντά στέκεται ο επιστάτης, που λέει χαμογελώντας:
Υπομονή να κάνουν οι μικροί. Σαν μεγαλώσουν, θ’ ανέβουν κι αυτοί στο επάνω πάτωμα. Σκαλί σκαλί!
Από τότε που πρωτοπήγα στο σχολείο, κρυφοκοιτάζω τη σκάλα με λαχτάρα. Μια φορά μάλιστα την ανέβηκα στα κρυφά. Σήμερα όμως μπορώ να την ανέβω φανερά. Πατώ καθένα σκαλοπάτι, σιγά σιγά, καμαρωτά.
Ο επιστάτης με σταματάει.
– Για πού; με ρωτάει και μετράει το μπόι μου.
– Για πάνω, του απαντώ και χτυπάει η καρδιά μου. Για πάνω, λέω ξανά, για να το ακούσει πιο καλά. Μα ξέρω πως το είπα δυνατά πιο πολύ για να το ακούσω εγώ ο ίδιος.
Ο επιστάτης χαμογελάει.
Σκαλί σκαλί, μου γνέφει και φεύγει.
Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη,
Τέλος δεν έχει η αγάπη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2004