Aκτύπη…τα γενέθλια
Σήμερα ο Ακτύπης Ακτυπίδης ξύπνησε με πολύ κέφι. Ζήτημα αν είχε κοιμηθεί μία ώρα όλο το βράδυ. Στριφογύριζε ανυπόμονα και, όταν αποκοιμιόταν, έβλεπε όνειρα με…
Ιπτάμενες τρούφες, εκλεράκια, σου α λα κρεμ και κεφτεδάκια!
Όχι, όχι! Δεν είχε κοιμηθεί νηστικός. Αλλά η μέρα που θα ξημέρωνε ήταν αυτή των γενεθλίων του. Των δέκατων γενεθλίων της ζωής του!
Επιτέλους όμως ξημέρωσε. Ο Ακτύπης πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι του και όρμησε στην κουζίνα…
Σε λίγο, όλη η οικογένεια, ο κύριος Ακτυπίδης, η κυρία Ακτυπίδου και ο Βαλάντης, ο μικρός αδερφός του Ακτύπη, έτρωγαν το αφράτο κέικ με ρευστή σοκολάτα – σπεσιαλιτέ της γιαγιάς. Ο Ακτύπης άρχισεν’ ανησυχεί. Γιατί κανείς δεν του λέει «Χρόνια πολλά»; Το ξέχασαν μήπως; Ώσπου να προλάβει να τον πιάσει το παράπονο, εμφανίστηκε η μαμά του μ’ ένα πελώριο κουτί, που δε χώραγε καλά καλά από την πόρτα της κουζίνας. Γιούπιιιι! Αυτό ήταν. Δε χωρούσε αμφιβολία. Το ποδήλατο βουνού που είχε ζητήσει!
«Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά» ευχήθηκαν όλοι στον Ακτύπη. Γέμισε η κουζίνα αγκαλιές, φιλιά και χαρτιά περιτυλίγματος. Ο Ακτύπης, ξαναμμένος από χαρά, καβάλησε το ποδήλατο και διέσχισε το σαλόνι, ανάμεσα από τους καναπέδες και τις πολυθρόνες. Όταν η μαμά του είδε την πίσω ρόδα του ποδηλάτου να περνάει ξυστά από το κινέζικο βάζο της, έγινε καταπράσινη! Αλλά δεν είπε τίποτα, γιατί σήμερα ήταν η μέρα του Ακτύπη. Όλο το πρωινό πέρασε με τις ετοιμασίες για το πάρτι γενεθλίων. Τυροπιτάκια ψήνονταν στον φούρνο, πιατέλες με κεφτεδάκια και μπόμπες πηγαινοέρχονταν, χαρτοπετσέτες με τον Σκρουτζ και ποτήρια με τη Μίνι απλώθηκαν στο τραπέζι, ο κήπος καθαρίστηκε, όλα ετοιμάστηκαν όπως έπρεπε. Στις έξι ακριβώς κατέφθασαν οι πρώτοι: ο Άκης και η Παυλίνα. Αμέσως μετά η Λία και η Μαρία, ύστερα ο Γιώργος, ο Γρηγόρης, η Μάνια, ο Ευριπίδης, ώσπου μαζεύτηκαν όλοι… Έπαιξαν πολλά παιχνίδια. Σκυταλοδρομίες, «στρατιωτάκια αμίλητα-ακούνητα-αγέλαστα», κρυφτό, νεροπόλεμο, τυφλόμυγα, πειρατές, κλέφτες κι αστυνόμους, μέλισσα, μήλα, μπαλονομαχίες, μακριά γαϊδούρα, κυνήγι θησαυρού κι ένα καινούριο παιχνίδι που σκαρφίστηκαν εκείνη την ώρα και το ονόμασαν «αμπελοφιλοσοφίες».
Ο Ακτύπης είχε μεγάλη τύχη. Η ομάδα του νικούσε συνεχώς. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά και οι γονείς είχαν έρθει να πάρουν τα παιδιά τους.
«Ένα μόνο παιχνίδι, μαμά» φώναζε ο Ακτύπης στη μαμά του «μόνο τσουβαλοδρομίες!». Ο ιδρώτας έσταζε από το κούτελό του. Το πουκάμισό του κρεμόταν έξω από το παντελόνι, το γόνατό του είχε γρατσουνιστεί κι έτρεχε λίγο αίμα, αλλά εκείνος χαμπάρι δεν έπαιρνε. «Διαλέγω πρώτος την ομάδα μου!» φώναξε.
«Γρηγόρης, Γιώργος, Μανόλης, εσείς μαζί μου!» Ο Ευριπίδης τον κοίταξε παρακλητικά: «Κι εμένα, Ακτύπη. Πάρε με στην ομάδα σου!».
Ο Ακτύπης είπε: «Στον επόμενο γύρο, Ευριπίδη».
περιοδικό «Ερευνητές», H Kαθημερινή, 25/3/01