Ήταν η τελευταία μέρα του καλοκαιριού, δέκα χρόνια μετά το τέλος της δεύτερης χιλιετίας. Η κατάσταση πάνω στη Γη ανυπόφορη. Στη Συννεφοπολιτεία εδώ και καιρό έφταναν απ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης SOS τηλεγραφήματα.
— Πετρελαιοκηλίδα τεράστιων διαστάσεων απειλεί τα νησιά του Ειρηνικού…
— Η τρύπα του όζοντος αυξάνει τους δείκτες της θερμοκρασίας…
— Λιώνουν οι πάγοι στους πόλους της Γης…
— Μεγάλη πυρκαγιά απειλεί ν’ αφανίσει τα δάση της Κεντρικής Ευρώπης…
Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να σημάνουν συναγερμό οι βροχοσταλίδες. Άλλωστε, μέχρι να καταλάβουν οι άνθρωποι τον κίνδυνο…
— Ως εδώ και μη παρέκει! Άστραψε εξοργισμένη η πιο ζωηρή από τις βροχοσταλίδες.
— Κι εδώ και παρακεί, κι ακόμα παραπέρα, μόνο με μέτρα δραστικά θα δούμε άσπρη μέρα, είπε η βροχοσταλίδα Στρουμπουλή, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους.
— Να κηρύξουμε στάση ειρηνική, πρότεινε η πιο μεγάλη βροχοσταλίδα και σκούπισε τους πράσινους λεκέδες στο μέτωπό της.
Συμφώνησαν όλες. Λίγο αργότερα, όλοι οι πίνακες ανακοινώσεων σ’ ολόκληρη την πλάση έγραφαν με τεράστια γράμματα: «ΣΤΑΣΗ ΒΡΟΧΟΣΤΑΛΙΔΩΝ» κι από κάτω με μικρά γράμματα εξηγούνταν οι λεπτομέρειες, ενώ στο τέλος υπήρχαν υπογραφές.
Την επομένη, όλα τα ποτιστήρια ήταν διπλοσφραγισμένα με ηλιαχτίδες. Και φυσικά κανένας, ούτε μια τοσοδά βροχοσταλίδα, δεν κυκλοφόρησε στους διαδρόμους του ουρανού. Ούτε θα κατέβαινε κάτω στη Γη, όσο διάστημα κι αν χρειαζόταν.
Και οι μέρες πέρασαν. Πέρασαν οι εβδομάδες, οι μήνες κι ο ουρανός δεν είχε τον παραμικρό λεκέ στο θαλασσή καμβά* του. Στην αρχή όλοι πίστεψαν πως ήταν ένα αστείο παιχνίδι των σύννεφων, γρήγορα όμως κατάλαβαν πως τα σύννεφα δεν είχαν καμιά διάθεση για παιχνίδι.
Η φλούδα της Γης σαν ρόδι παραγινωμένο έσκαγε επικίνδυνα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Τις επόμενες μέρες, το κακό πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Τα ποτάμια στέρεψαν το ένα μετά το άλλο κι οι βάτραχοι βγήκαν στους δρόμους, κοάζοντας και ξεκουφαίνοντας τον κόσμο. Τα σπαρτά ξεράθηκαν κι οι μυλωνάδες έβαλαν λουκέτο στους ανεμόμυλους.
Ενώ συνέβαιναν αυτά, η στάθμη του νερού στις δεξαμενές των πόλεων μειωνόταν απειλητικά. Οι υπεύθυνοι της ύδρευσης, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της λειψυδρίας*, φούσκωσαν το λογαριασμό του νερού.
— Αλίμονό μας! παραπονιέται κάποια γυναίκα. Έτσι όπως πάμε, θα πούμε το νερό νεράκι.
— Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να δράσουμε, είπε αποφασιστικά κάποιο από τα παιδιά.
— Και μάλιστα αμέσως, συμφώνησε ο φίλος του.
— Tο βρήκα τι θα κάνουμε! Θα ρωτήσουμε τους φίλους μας τ’ αστέρια. Εκείνα σίγουρα ξέρουν τι συμβαίνει και θα μας πουν τι φταίει.