Έτσι μού έρχεται να κλαίω, να κλαίω συνέχεια. Όταν θα τελειώσει τούτος ο φριχτός χειμώνας, θα γράψω μια τραγωδία που θα αρχίζει έτσι: «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ». Ύστερα θα παρουσιάζεται ο χορός. Παιδάκια σκελετωμένα που θα τραγουδάνε μια λέξη, μόνο μια λέξη. Θα την τραγουδάνε σε μονότονο ρυθμό: «Πεινάω. Πεινάω». Τίποτε άλλο ως το τέλος, όσο θα κρατάει η τραγωδία. Ο Βίκτορας Ουγκό για να γράψει τους Άθλιουςμεταχειρίστηκε χιλιάδες λέξεις. Εγώ θα μεταχειριστώ μόνο μία: το ρήμα πεινάω, που θα τα λέει όλα. Τα παιδάκια μου θα τραγουδάνε και κάθε πεινάω θα είναι και μια εικόνα. Ίσως να χρειαστεί να γράψω πολλούς τόμους, γιατί θα έχει πολλά πεινάω. Δε χρειάζεται να τα γράψω με τη σειρά, δηλαδή πρώτα τούτο το πεινάω κι ύστερα το άλλο το πεινάω. Αν θέλω, αρχίζω από το τέλος. Τώρα εγώ σε ποιο πεινάω βρίσκομαι;
Η κοιλιά μου είναι φουσκωμένη σαν μπαλόνι και πεινάω. Σήμερα λιποθύμησα. Πεινάω, ουφ, έμμονη ιδέα μού έχει γίνει τούτο το ρήμα. Θα παίξω για να περάσει η ώρα. Θα βάλω τα ρήματα στη γραμμή, να παραβγούνε στο τρέξιμο. Το πεινάωτερματίζει πρώτο, δεύτερο ακολουθεί το κρυώνω, τρίτο το φοβάμαι και σε μεγάλη απόσταση πίσω τους το πονάω, το μισώ, το αγαπώ. Το γελώ, ξεφτίδι, ούτε ξεκίνησε από την αφετηρία.
Ζωρζ Σαρή, Όταν ο ήλιος…, εκδ. Kέδρος, Aθήνα, 1971