
Πριν μερικές δεκαετίες, τότε που δεν υπήρχε στις πόλεις δίκτυο ύδρευσης αλλά ούτε και πολλές βρύσες, οι άνθρωποι αγόραζαν το νερό που, φυσικά, δεν ήταν εμφιαλωμένο όπως σήμερα. Η ανάγκη για νερό δημιούργησε και το επάγγελμα του νερουλά. Κάθε γειτονιά τότε είχε και το νερουλά της. Τον πρώτο καιρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες. Γέμιζε ο νερουλάς από μια κεντρική βρύση τους τενεκέδες, τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε με μεγάλα μπακιρένια γκιούμια*.
Με τον καιρό, όμως, και επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάστηκαν, κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο (γαϊδούρι ή μουλάρι), το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων* περίπου το καθένα. Έτσι, κουραζόταν λιγότερο. Αυτά τα βαρέλια είχαν μια κάνουλα και από κει γέμιζε ο νερουλάς τις κανάτες της νοικοκυράς. Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες με τις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων. Αυτοί πουλούσαν το νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο, καθαριότητα).
Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα, ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιόνια.
Όλα αυτά γίνονταν στις πόλεις. Γιατί στην ύπαιθρο δεν υπήρχε πρόβλημα. Σε κάθε χωριό υπήρχαν 2-3 βρύσες και από εκεί εξυπηρετούνταν οι άνθρωποι.
Νερουλάδες στις πόλεις υπήρχαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Τότε αντικαταστάθηκαν από υδροφόρες* των Δήμων. Μεγάλα βυτία, δηλαδή, που μετέφεραν το νερό στις συνοικίες, όπου δεν υπήρχαν βρύσες και δεν έφταναν οι σωλήνες του υδραγωγείου. Σταδιακά, βέβαια, ο Οργανισμός Ύδρευσης άρχισε να εφοδάζει όλα τα σπίτια με νερό.
Βασίλης Σαρησάββας, Παραδοσιακά Επαγγέλματα, εκδ. Μαλλιάρης, Αθήνα, 2000, (διασκευή)
* μπακιρένια γκιούμια: χάλκινα δοχεία
* οκά: παλιά μονάδα βάρους ίση με 1282 γραμμάρια
* υδροφόρα: βυτίο μεταφοράς νερού