
12 Δεκεμβρίου 1940 – Πέμπτη, Αγίου Σπυρίδωνος
Ξεκινήσαμε πρωί πρωί για μια κορυφή, περιπατώντας ως τας τρεις σε μονοπάτια σχεδόν αδιάβατα και ανεβαίναμε, όλο ανεβαίναμε. Εδώ μας έπιασε χιόνι και όλο ανεβαίναμε κάτω από τις χιονοστιβάδες που μας εκάλυπταν αλλάζοντας το χακί χρώμα της στολής μας σε λευκόν. Δυσκολοτέρα ανάβασις δεν μπορούσε να γίνει.
Προχωρούσαμε με την ψυχή στα δόντια. Επιτέλους εφθάσαμε σε ένα ερειπωμένο χωριό, το Πιτσάρι. Εδώ εφάγαμε από μισή κονσέρβα χωρίς ψωμί. Το βράδυ κοιμηθήκαμε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι, αφού προηγουμένως μας εκέρασαν μισή κουραμάνα*, ένα κομματάκι τυρί και μια ρέγκα. Την 1ην πρωινήν έγινε συναγερμός. Σηκωθήκαμε με τα όπλα και συρθήκαμε στο χιόνι επί μιαν ώραν για να συναντήσουμε τας προφυλακάς* αι οποίαι εμάχοντο. Έως να φθάσομε οι Ιταλοί απωθήθηκαν και γυρίσαμε πίσω. Όλην την νύκτα έριξε χιόνι πολύ, τόσο που γύρω μας έφθασε ένα μέτρο.
Σ. Τζιρόπουλος, Ημερολόγιον από τον πόλεμον του 1940, Νέα Θέσις, Αθήνα, 1997(απόσπασμα)