Ενότητα 5 – Tριήμερο στα κάγκελα

Σε μια στιγμή παραμερίζει το πλήθος. Μαζί του κι εμείς. Παραμερίζουμε για να περάσει μια εικόνα ζωής, νιογέννητη κι αυτή, φερμένη όμως από πολύ παλιά παραμύθια:  

Ένας άντρας –ο πατέρας πρέπει να είναι– και στον σβέρκο του καθισμένο ένα μικρό παιδί. Πολύ μικρό. Περνούν αμίλητοι ανάμεσά μας και το παιδί από ψηλά, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό, κοιτάζει όλους μας αμίλητο κουνώντας με το χέρι του ένα χάρτινο σημαιάκι. Πού βρέθηκε τέτοια ώρα το παιδί; Πού βρέθηκε το σημαιάκι; Τα παιδιά τέτοια ώρα κοιμούνται. Τα σημαιάκια τέτοια ώρα είναι θαμμένα σε μπαούλα περιμένοντας κάποια εθνική γιορτή για να βγουν και να κρατηθούν από παιδικά χέρια.

Υποδεχόμαστε σιωπηλοί τη νέα ζωή που περνάει ανάμεσά μας.

Να γονατίσουμε πρέπει.

Να σκύψουμε τα κεφάλια μας πρέπει στη νέα ζωή.  

Παραμερίζουμε μόνο. Και σωπαίνουμε. Και το παιδί προχωράει πιο πάνω, όλο πιο πάνω, και το αυλάκι που ανοίγει πίσω του ξανακλείνει.

Τώρα το παιδί φαντάζει από μακριά σαν να πορεύεται μοναχό του πάνω απ’ τα κεφάλια μας, σαν να ξανάγινε το θαύμα λες, και περπατάει πάνω στα κύματα το παιδί, έπειτα από τόσους αιώνες, δίχως να βουλιάζει.

Ώρα μεσάνυχτα.

Σείεται η γη απ’ άκρη σ’ άκρη. Τρίζουν τα παράθυρα. Παραβιάζονται οι πόρτες. Όχι! Δεν είναι οχλοβοή. Είναι φωνές καθαρές. Δεν είναι όχλος. Δεν είναι βουητό. Είναι απόσταγμα γνώσης αιώνων, που τη ζύμωσαν οι άνθρωποι μέσα σε μπουντρούμια και σε κρυφά σχολειά.

Χάνομαι προς τα αριστερά. Άλλος κόσμος στριμώχνεται εδώ. Κάποιοι κουβαλάνε θεόρατα πανέρια γεμάτα τρόφιμα. Για τα παιδιά. Για την καρδιά την πολιορκημένη.

Φώντας Κονδύλης, Τριήμερο στα κάγκελα, εκδ. Kαστανιώτη, Aθήνα, 1987