Η μικρή Τσιγγάνα έφτασε στο σπίτι του Δημήτρη λαχανιασμένη. Κρατούσε κάτι σφιχτά. Είδε τη γιαγιά στην αυλή.
«Είναι εδώ ο Δημήτρης;»
«Δημήτρηηηη, έλα κάτω που σε θέλει η φίλη σου».
Ο Δημήτρης έβγαλε το κεφάλι του από ψηλά. Την είδε που περίμενε.
«Έρχομαι».
«Τι να σε φιλέψουμε;» τη ρώτησε η γιαγιά.
«Τίποτα, ευχαριστώ. Βιάζομαι».
Ο Δημήτρης κατέβηκε γρήγορα γρήγορα τα σκαλοπάτια.
«Πώς και έτσι νωρίς; Θα ερχόμουν να σε πάρω».
«Ήθελα να σου δώσω κάτι. Πάμε λίγο έξω».
Βγήκαν από το σπίτι και κοντοστάθηκαν.
«Λοιπόν; Τι είναι;»
Άνοιξε τα χέρια της και του έδωσε μια φυσαρμόνικα. Το αγόρι έμεινε να κοιτάει την ανοιχτή της παλάμη.
«Είναι για σένα. Τη βρήκα στα πράγματα του παππού» είπε χωρίς να πάρει ανάσα.
Ο Δημήτρης εξακολουθούσε να την κοιτάζει.
«Γιατί δεν την κράτησες εσύ;» τη ρώτησε στο τέλος.
Τα μάτια της μικρής άρχισαν τώρα να βουρκώνουν.
«Αν ήθελα, θα την κράταγα. Όμως θέλω να την πάρεις εσύ».
Άπλωσε το χέρι του και την πήρε. Ήταν πανέμορφη. Ασημένια με σκαλιστά γράμματα επάνω.
«Δεν ξέρω να παίζω, όμως δε θα αργήσω να μάθω. Ευχαριστώ!» Την κοίταξε βαθιά στα σκοτεινά της μάτια. «Πολύ!»
«Χαίρομαι που σ’ αρέσει. Τώρα πρέπει να βιαστώ, γιατί η μάνα μου με περιμένει».
«Στάσου λίγο. Έχω κάτι κι εγώ για σένα. Σκεφτόμουν να σ’ το δώσω αργότερα, μα αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα… Περίμενε».
Έτρεξε γρήγορα πάνω και ξανακατέβηκε στη στιγμή. Της έδωσε μια χρωματιστή πέτρα.
«Τη βρήκα μόνος μου. Όταν έψαχνα κάτω στη θάλασσα. Μόλις την είδα, σκέφτηκα να τη χαρίσω σε σένα».
Την πήρε στα χέρια της.
«Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη πέτρα!»
«Πήγαινε τώρα γιατί θα αργήσεις. Θα περάσω σε καμιά ώρα να πάμε να δούμε τον Θωμά».
«Γεια σου, Δημήτρη!»
Γύρισε και άρχισε να τρέχει. Ο Δημήτρης μπήκε μέσα…
Ο ουρανός σαν ν’ άρχισε να σκοτεινιάζει. Κι ένας αέρας χτύπαγε μ’ επιμονή τα δέντρα. Το αγόρι ετοιμάστηκε να βγει.
Πλησίασε στο ξέφωτο και κοντοστάθηκε. Ο τόπος που ήταν άλλοτε πλημμυρισμένος από ζωή είχε τώρα σωπάσει. Δεν υπήρχε ψυχή. Μονάχα ερημιά.
Έτρεξε με όλη του τη δύναμη, κρατώντας τη φυσαρμόνικα στο χέρι, προς το λιμάνι. Όποιοι τον έβλεπαν απορούσαν. Ένα καράβι σήκωνε την άγκυρα. Την είδε που στεκόταν στα κάγκελα του πλοίου. Τον είδε και σήκωσε το χέρι της. Κάτι φάνηκε να του λέει, όμως εκείνος δεν την άκουγε. Δυνατός αέρας φύσηξε. Τρύπωσε στη φυσαρμόνικα που σφιχτά κρατούσε, κι εκείνη σαν να άφησε έναν ήχο.
Ελένη Κατσαμά, Σαν τα χελιδόνια, εκδ. Πατάκη, Aθήνα, 1997