Ενότητα 16 – Και τα παιδιά αθλούνται…

Ο Αλσέστ έδωσε ραντεβού στους φίλους από την τάξη για σήμερα τ’ απόγευμα, σ’ ένα έρημο οικόπεδο, κοντά στα σπίτια μας. Ο Αλσέστ είναι φίλος μου, του αρέσει πολύ το φαΐ και μας έδωσε ραντεβού γιατί ο μπαμπάς του του έκανε δώρο μια μπάλα ποδοσφαίρου ολοκαίνουρια. Θα παίζαμε ένα ματς τρομερό,ο Αλσέστ είναι απίθανος!

Βρεθήκαμε όλοι στο οικόπεδο στις τρεις το απόγευμα. Ήμασταν δεκαοχτώ, έπρεπε ν’ αποφασίσουμε να χωριστούμε σε δύο ομάδες με τον ίδιο αριθμό παικτών για την καθεμιά.

Για τον διαιτητή ήταν πολύ εύκολο. Διαλέξαμε τον Ανιάν. Ο Ανιάν είναι ο πρώτος μαθητής στην τάξη, δεν τον αγαπάμε και τόσο, αλλά, μια και φοράει γυαλιά, δεν μπορούμε να τον δέρνουμε συχνά, πράγμα που είναι ό,τι πρέπει για έναν διαιτητή.

Έπειτα χρειάστηκε να χωρίσουμε τις ομάδες. Δεν υπήρχε πρόβλημα, εκτός απ’ τον Εντ. Κι ο Γκοφρουά κι εγώ θέλαμε τον Εντ. Δεν παίζει πολύ καλά, αλλά όλοι τον φοβούνται. Ρίξαμε κλήρο με το κοντό και το μακρύ στάχυ, που το κέρδισε ο Γκοφρουά και μαζί και τον Εντ. Ο Γκοφρουά έβαλε τον Εντ τερματοφύλακα, γιατί είπε πως έτσι κανείς δε θα τολμούσε να πλησιάσει το τέρμα τους. Ο Εντ είναι αλήθεια πως θυμώνει εύκολα. Ο Αλσέστ έτρωγε μπισκότα καθισμένος στο τέρμα του, αλλά δεν έδειχνε και πολύ ευχαριστημένος. «Λοιπόν, τι θα γίνει, θ’ αρχίσουμε καμιά φορά;» φώναξε.

Πήραμε τις θέσεις μας στο γήπεδο. Καθώς ήμασταν οχτώ από κάθε ομάδα, εκτός απ’ τους τερματοφύλακες, το πράγμα ξανάμπλεξε. Σε κάθε ομάδα άρχισαν να τσακώνονται για το ποιος θα είναι ο σέντερ φορ. Όλοι θέλανε να παίξουν στην επίθεση. Στην ομάδα του Γκοφρουά τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, γιατί ο Εντ μοίρασε ένα σωρό γροθιές στις μύτες και οι παίκτες πήρανε τις θέσεις τους χωρίς πολλές διαμαρτυρίες, τρίβοντας τις μύτες τους. Είναι, βλέπετε, πολύ δυνατά τα χτυπήματα του Εντ! Στην ομάδα μου δεν καταφέρναμε να καταλήξουμε σε συμφωνία, μέχρι που ο Εντ μάς είπε πως θα’ ρχότανε να μοιράσει μερικές γροθιές και στις δικές μας μύτες. Αμέσως πήραμε τις θέσεις μας.

Ο Γκοφρουά όμως είπε: «Δεν είστε εντάξει, μας έχει στραβώσει ο ήλιος! Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παίζουμε απ’ την πλευρά αυτή εμείς!».

Εγώ του απάντησα πως, αν τον ενοχλούσε ο ήλιος, δεν είχε παρά να κλείσει τα μάτια, ίσως μάλιστα να ‘παιζε καλύτερα έτσι. Πιαστήκαμε στο ξύλο.

«Ε, παιδιά!» φώναξε ο Αλσέστ απ’ το τέρμα του.

Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία. Εγώ συνέχιζα να παίζω ξύλο με τον Γκοφρουά, του είχα σκίσει το φανελάκι του, που ήταν ολοκαίνουριο κι είχε κόκκινο, μπλε κι άσπρο χρώμα, κι εκείνος έλεγε: «Μπα, δεν πειράζει! Ο μπαμπάς μου θα μου πάρει ένα σωρό άλλα!» και μου ‘δινε κλοτσιές στο καλάμι. Ο Ρούφους κυνηγούσε τον Ανιάν, που φώναζε: «Φοράω γυαλιά, φοράω γυαλιά!». Ο Εντ, που τόση ώρα είχε μείνει ήσυχος στο τέρμα του, αγανάκτησε κι άρχισε να μοιράζει γροθιές στις μύτες που βρίσκονταν πιο κοντά του, δηλαδή στους συμπαίκτες του. Όλοι φωνάζανε, τρέχανε. Διασκεδάζαμε πολύ, ήταν απίθανο!

«Σταματήστε, παιδιά!» φώναξε ο Αλσέστ πάλι.

Τότε ο Εντ θύμωσε. «Βιαζόσουνα να παίξεις, είπε στον Αλσέστ, ωραία, λοιπόν παίζουμε. Αν έχεις να πεις κάτι, να περιμένεις στο ημίχρονο!»

«Σε ποιο ημίχρονο; ρώτησε ο Αλσέστ. Τώρα θυμήθηκα πως δεν έχουμε μπάλα, την ξέχασα σπίτι!»

Γκοσινί Pενέ – Σανπέ Zαν Zακ, Ο μικρός Νικόλας,

μετάφρ. A. Kαρακίτσιος, εκδ. Σύγχρονοι Oρίζοντες, Aθήνα, 2000 (διασκευή)